εγγαστρίμυθος

εγγαστρίμυθος
Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται τα άτομα που κατορθώνουν να μιλούν χωρίς να κινούν τα χείλη, ώστε να προκαλούν την εντύπωση ότι η φωνή τους δεν προέρχεται από το στόμα αλλά από την κοιλιά (απ’ που προήλθε και η ονομασία ε.) ή, σε νεότερες εποχές, από μία κούκλα με την οποία ο ε. προσποιείται συχνά ότι συνομιλεί. Ενώ στην αρχαιότητα οι ε. λατρεύονταν ως μάντεις, κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση καίγονταν ζωντανοί, με το αιτιολογικό ότι είχαν μέσα τους τον διάβολο. Τον 17o αι. άρχισαν να διασκεδάζουν τον κόσμο και έναν αιώνα αργότερα αντιμετωπίζονταν ως αξιοπερίεργοι: ο αβάς Ντα Σαπέλ, συγγραφέας ενός βιβλίου με θέμα την εγγαστριμυθία, αναφέρει τον Σεν Ζιλ, ο οποίος προς τα τέλη του 18ου αι. αποκάλυψε το μυστικό της τέχνης του. Κατά τον 19o αι. η εγγαστριμυθία έγινε νούμερο του θεάτρου βαριετέ, κυρίως με τον Γάλλο Νικολά Αλεξάντρ. Από τους διασημότερους ε. του 20ού αι. είναι ο Αμερικανός Έντγκαρ Μπέργκεν, ο Άγγλος Πίτερ Μπρου και η περίφημη Γαλλίδα Ιγκέτ Ντελιζιόλ.
* * *
-η, -ο (AM ἐγγαστρίμυθος, -ον
Μ και ἐγγαστερίμυθος, -ον)
αυτός που μπορεί να μιλά χωρίς να κινεί τα χείλια (συνήθως για γυναίκες που έδιναν χρησμούς με αυτόν τον τρόπο)
αρχ.
αυτός που προφητεύει με αυθυποβολή ή υποβολή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐγγαστρίμυθος — ventriloquist masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγγαστρίμυθος — η, ο αυτός που μπορεί να μιλάει χωρίς να κινεί τα χείλη του, αλλά με κινήσεις των φωνητικών οργάνων, σαν να μιλάει από την κοιλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγγαστρίμυθον — ἐγγαστρίμυθος ventriloquist masc/fem acc sg ἐγγαστρίμυθος ventriloquist neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγαστριμύθοις — ἐγγαστρίμυθος ventriloquist masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγαστριμύθου — ἐγγαστρίμυθος ventriloquist masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγαστριμύθους — ἐγγαστρίμυθος ventriloquist masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγαστριμύθων — ἐγγαστρίμυθος ventriloquist masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγαστριμύθῳ — ἐγγαστρίμυθος ventriloquist masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγαστρίμυθοι — ἐγγαστρίμυθος ventriloquist masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Witch-hunt — Witch trial redirects here. For the song by Rush, see Fear series. For the novel by Ian Rankin, see Witch Hunt (novel). A witch hunt is a search for witches or evidence of witchcraft, often involving moral panic, mass hysteria and mob lynching,… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”